- πρόλογος
- ο, ΝΑ [προλέγω]1. προεισαγωγικό μέρος βιβλίου ή λόγου, προοίμιο2. το πριν από το πρώτο χορικό άσμα μέρος τού δράματος3. (από τον Ευρ. και μετά) μονόλογος που περιέχει διήγηση σχετικών με την υπόθεση τού δράματος γεγονότων, ο οποίος χρησιμεύει ως εισαγωγή στην κυρίως δράσηνεοελλ.1. το πριν από την κυρίως δράση εισαγωγικό μέρος θεατρικού έργου ή μυθιστορήματος ή εκτεταμένου ποιήματος2. φρ. α) «πρόλογος αναφοράς»(λειτουργ.) το τμήμα εκείνο τής θείας λειτουργίας από την εκφώνηση Η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού... μέχρι τον επινίκιο ύμνο Άγιος, 'Αγιος, Αγιος Κύριος Σαββαώθ...β) «πρόλογος Θεοφανείων» — η δοξολογική ευχή ή λόγος Τριάς υπερούσιε, υπεράγαθε... συνεχόμενος φόβω εν κατανύξει βοώ σοι..., η οποία προτάσσεται τής μεγάλης καθαγιαστικής ευχής τού αγιασμού τών υδάτων Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τά έργα σου... κατά την εορτή τών Θεοφανείωναρχ.1. αυτός που εκφωνεί, που απαγγέλλει τον πρόλογο2. μαθ. (σχετικά με λόγο) αυτός στον οποίο ο πρώτος αριθμός είναι μεγαλύτερος, π.χ. 5/4.
Dictionary of Greek. 2013.